Get Adobe Flash player

ΡΙΝΙΤΙΔΑ ΤΩΝ ΕΓΚΥΩΝ©

 

Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης,      Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,        Διδάκτωρ του   Πανεπιστημίου Αθηνών, Φλάμπουρο Λουτρακίου, Κορινθίας 20300,      τηλ. 2744023768, 6944280764,      e-mail: pharmage@otenet.gr,         www.gelis.gr,          www.gkelanto.gr,   www.allergopedia.gr,   www.orlpedia.gr   www.zinc.gr 

www.curcumin,gr

 www.d3gkelin.gr

www.gkelikosagiorgitiko.gr 

www.gkelismedicallexicon.gr

 

Το 30% περίπου των εγκύων γυναικών αναφέρουν συχνά ή επίμονα προβλήματα από τη μύτη

Ρινίτιδα των εγκύων. Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ωτορινολαρυγγολόγος

τους, όπως το μπούκωμα, που προκαλεί δυσχέρεια της ρινικής αναπνοής. Το μπούκωμα της μύτης, που μπορεί να συνοδεύεται και από καταρροή, αν είναι ήπιο γίνεται ανεκτό, τις περισσότερες φορές από τις εγκύους, οι οποίες το υπομένουν μέχρι τον τοκετό.

 

Όμως υπάρχουν περιπτώσεις που το μπούκωμα είναι έντονο και οι έγκυες ζητούν αγωνιωδώς βοήθεια από το μαιευτήρα ή τον ωτορινολαρυγγολόγο τους.

 

Βεβαίως αυτά τα προβλήματα μπορεί να αποδοθούν στη γνωστή κλινική οντότητα της ρινίτιδας των εγκύων, αλλά πρέπει πάντοτε να αποκλείονται άλλα αίτια, που προϋπήρχαν ή εμφανίζονται κατά την εγκυμοσύνη, όπως η αλλεργική ρινίτιδα (Πολλές έγκυες με ρινίτιδα κατά την εγκυμοσύνη είναι ήδη αλλεργικές, δεδομένου ότι το 10-25% του γενικού πληθυσμού πάσχει από αλλεργική ρινίτιδα, (Simons , 1996) ή η μη αλλεργική ρινίτιδα  (αγγειοκινητική ρινίτιδα), ή κάποια ρινοκολπίτιδα ή ανατομικές ανωμαλίες του ρινικού διαφράγματος και της ρινικής βαλβίδας ή άλλες ανατομικές και λειτουργικές διαταραχές ή ανωμαλίες της μύτης.

 ΡΙΝΙΤΙΔΑ ΤΩΝ ΕΓΚΥΩΝ 

Ως ρινίτιδα των εγκύων ορίζεται η ρινική συμφόρηση που μπορεί να εκδηλωθεί οποιαδήποτε εβδομάδα της εγκυμοσύνης, διαρκεί μέχρι τον τοκετό και υποχωρεί πλήρως  μέσα σε 2 εβδομάδες μετά τον τοκετό, (Hoffmann et al, 2004). Συνήθως η ρινίτιδα των εγκύων είναι έντονα αισθητή από την έγκυο  τις τελευταίες 6 ή περισσότερες εβδομάδες της εγκυμοσύνης, χωρίς άλλα σημεία λοίμωξης της αναπνευστικής οδού ή την ύπαρξη αλλεργίας, (Ellegård , 2003).

Μία στις 5 εγκύους παραπονείται για μπούκωμα της μύτης , που οφείλεται στη ρινίτιδα των εγκύων, (Keleş ,2004).  Το μπούκωμα της μύτης των εγκύων είχε γίνει στο παρελθόν αποδεκτό ως μια ξεχωριστή παθολογική οντότητα. Η αύξηση των επιπέδων των ορμονών που συνοδεύουν την εγκυμοσύνη συνδέονται με τη δημιουργία οιδήματος του ρινικού βλεννογόνου των εγκύων μέσω χολινεργικής δράσης και διότι έμμεσα να επηρεάζουν το ρινικό βλεννογόνο, συνεπεία της δράσης τους στο συνολικό όγκο του αίματος των εγκύων. Φαίνεται όμως ότι δεν οφείλεται μόνο σ' αυτό και ότι είναι μια πολυπαραγοντική κατάσταση στην οποία πιθανόν συμμετέχει και η αυξητική ορμόνη του πλακούντα [Placental Growth Hormone (PGH)] (Ellegård, et al, 2007).

Ο όγκος του αίματος της κυκλοφορίας των εγκύων αυξάνει μέχρι και 40% από τα κανονικά επίπεδα των μη εγκύων, πράγμα το οποίο οδηγεί σε αύξηση της ρινικής αντίστασης και δυσκολία διέλευσης του αέρα από τη μύτη. Το οίδημα ποικίλλει σε έκταση και ένταση, καθώς η ρινική συμφόρηση επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως η αλλεργία, η λοίμωξη, το στρες και η φαρμακευτική ρινίτιδα.

Γιαυτό υπάρχουν και έγκυες που δεν παραπονούνται για κάποιο ρινικό σύμπτωμα. Στη ρινίτιδα των εγκύων κύριο ενόχλημα είναι το μπούκωμα ή και η καταρροή διαυγούς υγρού με έντονη δυσχέρεια ρινικής αναπνοής, που παρατηρείται συνήθως τις τελευταίες 6 ή περισσότερες εβδομάδες της εγκυμοσύνης (Ellegård, 2004) .

Παρά ταύτα σε μια έρευνα 66 τυχαία επιλεχθεισών εγκύων στο τέλος της εγκυμοσύνης και επί 16 εγκύων που θεραπευόντουσαν για ρινίτιδα της εγκυμοσύνης, που έκανε ο Mabry (1986) υποστηρίζει ότι ίσως δεν υπάρχει ρινίτιδα που να αποδίδεται αποκλειστικά στην εγκυμοσύνη και να αποτελεί ξεχωριστή παθολογική οντότητα. Βέβαιον είναι ότι επί απουσίας αλλεργίας και λοίμωξης η ρινίτιδα των εγκύων υποχωρεί τελείως μέσα σε δύο εβδομάδες από τον τον τοκετό, (Hoffmann et al, 2004).

Αίτια του μπουκώματος της μύτης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης  

Οπωσδήποτε η ρινίτιδα, περιλαμβανομένης και της αλλεργικής ρινίτιδας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αποτελεί πρόκληση για το γιατρό, όσον αφορά τη διάγνωση και τη θεραπεία, ιδίως κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, όπου πρέπει να αποφεύγονται τα δυνητικώς τερατογόνα φάρμακα ή τα φάρμακα που μπορεί να βλάψουν τη γενική υγεία της εγκύου. Αν και η εγκυμοσύνη η ίδια μπορεί να επηρεάσει το ρινικό βλεννογόνο, προκαλώντας του συμφόρηση,  εν τούτοις δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι η μύτη της εγκύου δεν λειτουργούσε καλά και πριν από την εγκυμοσύνη συνεπεία ανατομικών ανωμαλιών ή λειτουργικών δυσλειτουργιών.

Προσεγγίζοντας το μπούκωμα της μύτης των εγκύων, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην έγκαιρη και ακριβή διάγνωση της ρινίτιδας που το προκαλεί , ούτως ώστε να χορηγηθεί , όσο το δυνατόν περιορισμένος αριθμός ειδικών φαρμάκων από γιατρό. Ταυτόχρονα ο θεράπων μαιευτήρας και ωτορινολαρυγγολόγος θα πρέπει να έχουν κατά νουν ότι μια ρινοκολπίτιδα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν αποτελεί απαραιτήτως  ένα καλόηθες κλινικό πρόβλημα.

Είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι η νόσος του ανώτερου αναπνευστικού, αν παραμείνει ανεξέλεγκτη επιφέρει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής των ασθενών και μπορεί να επιδεινώσει ένα άσθμα που πιθανόν συνυπάρχει και μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την εγκυμοσύνη.

Πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε θεραπείας για ρινίτιδα σε μια έγκυο επιβάλλεται να εξεταστεί η έγκυος και από ωτορινολαρυγγολόγο. Οι ΩΡΛ και οι ακτινολόγοι χρησιμοποιούν ειδική συσκευή υπερήχων, με την οποία ελέγχουν τα ιγμόρεια και έτσι αποφεύγονται οι ακτινογραφίες στην κεφαλή.

ΑΛΛΕΡΓΙΚΗ ΡΙΝΙΤΙΔΑ

Η αλλεργική ρινίτιδα οφείλεται σε ευαισθησία των ασθενών προς ορισμένα εισπνεόμενα ή μη εισπνεόμενα αλλεργιογόνα. Μόλις  έλθει η ασθενής σε επαφή με τα αλλεργιογόνα προκαλείται μια άμεση αλλεργική αντίδραση, που οφείλεται σε απελευθέρωση  χημικών μεσολαβητών από τα μαστοκύτταρα του ρινικού βλεννογόνου και προκαλείται με τη μεσολάβηση IgE ανοσοσφαιρινών. Η άμεση αυτή αλλεργική αντίδραση  εκδηλώνεται με επανειλημμένους πταρμούς, ρινόρροια, κνησμό και μπούκωμα της μύτης.

Η αλλεργική ρινίτιδα μπορεί να συνυπάρχει και με αλλεργική επιπεφυκίτιδα ή άσθμα. Η όψιμη αλλεργική αντίδραση του ρινικού βλεννογόνου, που εκδηλώνεται λίγες ώρες μετά την άμεση αντίδραση  συνοδεύεται από ηωσινοφιλική διήθηση του ρινικού βλεννογόνου και έκλυση χημικών μεσολαβητών που χρονίζουν τη φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου και τα συμπτώματα της ρινίτιδας, όπως το μπούκωμα.

Έχει υποστηριχτεί ότι η πρωτεΐνη του πλάσματος που σχετίζεται με την εγκυμοσύνη [Pregnancy-associated plasma protein A (PAPP-A)], γνωστή και ως ινσουλινοειδής παράγοντας ανάπτυξης σύνδεσης της πρωτεΐνης 4 πρωτεάσης (insulin-like growth factor binding protein 4 protease) είναι ένας σηματοδότης της φλεγμονής σε διάφορες κλινικές καταστάσεις, όπως καρδιοκυκλοφορικά γεγονότα, αιμοδιύλιση, μεταμόσχευση νεφρού και το άσθμα Η PAPP-A παράγεται επίσης σε υψηλές συγκεντρώσεις από τους τροφοβλάστες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Ο Güçlü E, et al (2008)  ότι στις εγκύους με αλλεργική ρινίτιδα σε σχέση με υγιή άτομα υπάρχει αυξημένη δραστηριότητα της  PAPP-A , που μπορεί να συμμετέχει στην αλλεργική φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και τον επανασχηματισμό των ιστών του.

ΜΗ ΑΛΛΕΡΓΙΚΗ ΡΙΝΙΤΙΔΑ 

 

Πρόκειται για ρινίτιδα με τις ίδιες κλινικές εκδηλώσεις όπως η αλλεργική ρινίτιδα, στην οποία όμως οι δερματικές δοκιμασίες αναζήτησης ευαισθησιών προς αλλεργιογόνα είναι αρνητικές, δεν υπάρχουν αυξημένα επίπεδα ειδικών ή ολικών IgE στον ορό και η ακριβής αιτιολογία της παραμένει αδιευκρίνιστη.

ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΡΙΝΙΤΙΔΑ 

 

Πρόκειται για ρινίτιδα που οφείλεται σε λοιμώδη αίτια και μπορεί να αποτελεί στην πραγματικότητα μια από τις εκδηλώσεις της ρινοκολπίτιδας.

 

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΡΙΝΙΤΙΔΑΣ ΤΗΣ ΕΓΚΥΟΥ

Α. ΑΛΛΕΡΓΙΚΗ ΡΙΝΙΤΙΔΑ: Το μπούκωμα της μύτης μιας εγκύου, εφόσον επιμένει πάνω από 7 ημέρες πρέπει να ερευνάται από τον ΩΡΛ παίρνοντας λεπτομερές ιστορικό και κάνοντας προσεκτική κλινική εξέταση των ρινικών κοιλοτήτων. Στο πρώτο τρίμηνο χρήσιμη και βοηθητική είναι η υπερηχογράφηση των παραρρινίων κοιλοτήτων. Μια γυναίκα με υποψία αλλεργικής ρινίτιδας μπορεί να ερευνηθεί ασφαλώς με εργαστηριακές εξετάσεις (RAST), αποφεύγοντας οποιαδήποτε in vivo εξέταση (Ενδοεπιδρμικές δοκιμασίες, οι οποίες είναι μεν ασφαλείς, αλλά καλόν είναι να αποφεύγονται σε εγκύους, ιδίως του α΄τριμήνου). 

Osmoclean Hypertonic nasal spray, Ρινίτιδα των εγκύων, Δρ Δημήτριος Ν. ΓκέληςΗ καλύτερη προσέγγιση της εγκύου με διαγνωσμένη αλλεργική ρινίτιδα είναι το να της συστηθεί να αποφεύγει τα αλλεργιογόνα στο περιβάλλον της.

Εφόσον υπάρχει αλλεργία στα ακάρεα της σκόνης του σπιτιού, σε μύκητες ή τα οικόσιτα ζώα, πτηνά κλπ συνιστάται η αλλαγή του περιβάλλοντος της εγκύου. Αν όμως η έγκυος είναι αλλεργική σε γύρεις συνιστάται το συχνό λούσιμο της ιδίας και του συζύγου της πρό του ύπνου, η συχνή αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων, η τοποθέτηση κανίστρων στις θύρες και τα παράθυρα , ώστε να παρεμποδίζεται η είσοδος των γυρεοκόκκων στην κατοικία και ο συχνός καθαρισμός του ρινικού βλεννογόνου με ψεκασμούς υπέρτονου διαλύματος φυσιολογικού ορού με ουδέτερο pH (Osmoclean Hypertonic nasal spray).

Το διάλυμα αυτό δρα με φυσικό τρόπο, αξιοποιώντας το φαινόμενο της όσμωσης. Έτσι ξεκολλούν και απομακρύνονται οι γυρεόκοκκοι και οι λοιποί ρύποι από το ρινικό βλεννογόνο. Τούτο έχει ως συνέπεια το σημαντικό περιορισμό των συμπτωμάτων.

 Οι ρινοπλύσεις με υπέρτονο διάλυμα φυσιολογικού ορού με ουδέτερο pH (π.χ. Osmoclean Hypertonic nasal spray) είναι ιδιαίτερα κατάλληλες στην αντιμετώπιση των εγκύων με εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα και επιπλέον δεν προκαλούν οποιοδήποτε τοξικό αποτέλεσμα στο έμβρυο (Garavello W et al., 2010).

 Η λήψη απόφασης χορήγησης φαρμάκων απαιτεί γνώση των πιθανών παρενεργειών των φαρμάκων που θα χορηγηθούν  και μπορεί να επηρεάσουν την υγεία της μητέρας και του εμβρύου. Πάντοτε επιλέγονται τα αθωότερα φάρμακα και εφαρμόζονται οι ασφαλέστερες θεραπείες, όπως ακόμη και οι εναλλακτικές τοιαύτες. Πάντοτε δίδονται λεπτομερείς εξηγήσεις στην έγκυο για τη διάγνωση και για το ποια θεραπεία θα ακολουθήσει.

 Επειδή ο αριθμός των εγκύων γυναικών που πάσχουν από αλλεργική ρινίτιδα είναι σημαντικός, θα πρέπει  να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή, όταν τους χορηγούνται φάρμακα για την ανακούφιση των αλλεργικών συμπτωμάτων τους. Εξ’ άλλου και οι φυσιολογικές αλλαγές που έχουν σχέση με την εγκυμοσύνη θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν τη λειτουργία των αεραγωγών.

Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να χορηγηθούν φάρμακα, όταν το εμφανές όφελος του φαρμάκου είναι μεγαλύτερο από τον εμφανή κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στη μητέρα ή το έμβρυο. Συνήθως υπάρχει τουλάχιστον ένα ΄΄ασφαλές΄΄ φάρμακο από την κάθε  μείζονα τάξη αντιαλλεργικών φαρμάκων που θα μπορούσε να χορηγηθεί σε μια έγκυο για τον έλεγχο των συμπτωμάτων από τη μύτη της.

Αν η αποφυγή των αλλεργιογόνων είναι ανεπιτυχής, τότε με τη σύμφωνη συγκατάθεση του ασθενούς μπορεί να χορηγηθεί κάποιο φάρμακο. Αν και πολλές έγκυες, λόγω του φόβου της τερατογένεσης αποφεύγουν τη λήψη οποιουδήποτε φαρμάκου, εν τούτοις θα πρέπει να παρέχονται τεκμηριωμένες εξηγήσεις για την απουσία κινδύνου τερατογένεσης, όταν χορηγούνται γνωστά για την ακινδυνότητά τους φάρμακα, ιδίως μετά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.

Σταθεροποιητικά των μαστοκυττάρων. Η ενδορρινική χορήγηση νατριούχου χρωμολύνης θεωρείται εξαιρετικά ασφαλής και θα πρέπει να θεωρείται φάρμακο πρώτης εκλογής, (Keleş N., 2004). Η ρινοπλύσεις με υπέρτονο διάλυμα φυσιολογικού ορού με σταθεροποιημένο pH, όπως το Osmoclean Hypertonic nasal spray, με τις οποίες απομακρύνονται τα αλλεργιογόνα και οι εκκρίσεις που περιέχουν άφθονους χημικούς μεσολαβητές σε συνδυασμό με ψεκασμούς νατριούχου χρωμολύνης (Vividrin nasal spray) ανακουφίζουν τις εγκύους συνήθως από τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας.

 Εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή: Όλα τα κορτικοστεροειδή είναι τερατογόνα στα ζώα, όταν όμως υπάρχει ξεκάθαρη ένδειξη χορήγησής τους (όπως π.χ. μια σοβαρή κρίση άσθματος), το όφελος του φαρμάκου είναι πολύ μεγαλύτερο από τον λανθάνοντα κίνδυνο. Τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή π.χ. η φλουτικασόνη, μπεκλομεθαζόνη, μομεταζόνη, βουδεσονίδη, τριαμσινολόνη και φλουνισολίδη, κλπ) δεν έχουν ενοχοποιηθεί ως τερατογόνα στους ανθρώπους και χρησιμοποιούνται στις γυναίκες με άσθμα.

Οι περισσότερες διαθέσιμες πληροφορίες που υπάρχουν αφορούν τη βουδεσονίδη, οποία έχει καταταχτεί ως φάρμακο κατηγορίας Β για την εγκυμοσύνη, καθώς δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι προκαλεί τερατογενετικές βλάβες  στους ανθρώπους, (Yawn και Knudtson, 2007). Για τα λοιπά εισπνεόμενα και ενδορρινικά κορτικοστεροειδή υπάρχουν λιγότερες πληροφορίες και κατατάχτηκαν στην Κατηγορία C για την εγκυμοσύνη. Παρά τούτο μπορεί να συνεχιστεί η χορήγησή τους εφόσον το άσθμα των εγκύων ελεγχόταν καλά με αυτό το φάρμακο πριν από την εγκυμοσύνη, (Yawn και Knudtson, 2007).

 Βασιζόμενοι στην κλινική αποτελεσματικότητα των ενδορρινικών τοπικών κορτικοστεροειδών και από το γεγονός της μικρής συστηματικής απορρόφησής τους μπορούν να θεωρηθούν ως φάρμακα πρώτης εκλογής σε σύγκριση με τα αντιισταμινικά από το στόμα, τα αποσυμφορητικά.

Παρά τούτο ο αριθμός των ελεγμένων κλινικών  δοκιμών στην εγκυμοσύνη είναι περιορισμένος. Τα σπρεϊ των ενδορρινικών κορτικοστεροειδών σχετίζονται με ελάχιστα συστηματικά αποτελέσματα στους ενηλίκους και αποτελούν αποτελεσματική ανακουφιστική θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας. Η θεώρηση οφέλους - κινδύνου θα πρέπει ως εκ τούτου να γίνεται, αλλά με εύνοια της χορήγησής τους ως φαρμάκων πρώτης επιλογής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Αντιισταμινικά: Η μετανάλυση της έρευνας έκθεσης 200.000 εγκύων του πρώτου τριμήνου σε αντιισταμινικά της πρώτης γενιάς δεν απέδειξε αυξημένο τερατογονικό κίνδυνο. Από τα αντιισταμινικά της δεύτερης γενιάς που μελετήθηκαν σε ομάδα 2147 γυναικών δεν βρέθηκε αυξημένος κίνδυνος πρόκλησης συγγενών διαμαρτιών. Παρά τούτο τα αντιισταμινικά της δεύτερης γενιάς δεν έχουν μελετηθεί τόσο καλά, όσο τα αντιισταμινικά της πρώτης γενιάς.

 Επειδή η δεσλοραταδίνη είναι ο κύριος μεταβολίτης της λοραταδίνης, μπορεί να υποτεθεί ότι διαθέτει ένα παρόμοιο ασφαλές προφίλ, όπως η λοραταδίνη, αν και δεν έχουν γίνει ακόμη άμεσες μελέτες σε ανθρώπους, (Gilbert  et al, 2005). Παρά τις πιθανές επιφυλάξεις, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τα αντιισταμινικά της δεύτερης γενιάς από το στόμα  επιτρέπεται, επι του παρόντος, να χορηγούνται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας  (Leimgruber A., 2007).

 Ανοσοθεραπεία: Η εγκυμοσύνη δεν αποτελεί αντένδειξη της συνέχισης της υπογλώσσιας ανοσοθεραπείας, με την οποία η ασθενής μπορεί να αποευαισθητοποιηθεί από διάφορα αλλεργιογόνα, που έχει αποδειχτεί ότι της προκαλούν αλλεργική ρινίτιδα ή άσθμα. (Piette, 2006, Scadding et al, 2008, Md DS., 2008).

Γενικά, η χορήγηση φαρμάκων αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεδομένου ότι τις περισσότερες φορές οι αναγραφόμενες πληροφορίες στο φύλλο οδηγιών του φαρμάκου τρομοκρατούν τις εγκύους και τους οικείους τους, έστω κι αν υπάρχουν αποδείξεις για την ασφάλεια των φαρμάκων. Στις θεραπείες χαμηλού κινδύνου της αλλεργικής ρινίτιδας στις εγκύους θα μπορούσε να περιληφθεί η υπογλώσσια ανοσοθεραπεία, το ενδορρινικό χρωμογλυκικό δινάτριο (νατριούχος χρωμολύνη), η μπεκλομεθαζόνη, βουδεσονίδη και τα  αντιισταμινικά πρώτης γενιάς.

Αποσυμφορητικά: Τα περισσότερα αποσυμφορητικά από το στόμα (εκτός από την ψευδοεφεδρίνη) είναι τερατογόνα στα ζώα .

Όσον αφορά τα τοπικά αποσυμφορητικά δεν έχουν ακόμη εξαχθεί τα συμπεράσματα, που αφορούν την επίδρασή τους στο έμβρυο και ίσως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα, προκειμένου να ανακουφιστεί η έγκυος, όταν δεν υπάρχει κάποιο άλλο εναλλακτικό ασφαλέστερο φάρμακο.

Επειδή η ασφάλεια του εμβρύου τίθεται υπεράνω όλων θα πρέπει οι συστάσεις να βασίζονται στην ασφάλεια των φαρμάκων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τη συγκριτική αποτελεσματικότητα του φαρμακευτικού παράγοντα στη θεραπεία της υποκείμενης κατάστασης, (Gilbert et al, 2005).

 Στις εγκύους και τις γυναίκες που βρίσκονται στη γαλουχία με ρινίτιδα και άσθμα  η θεραπεία με τη χρήση εισπνεομένων φαρμάκων προτιμάται σε σύγκριση με τη συστηματική χορήγηση φαρμάκων. Οι γυναίκες με ρινίτιδα και άσθμα πρέπει να παίρνουν τη θεραπεία που επιφέρει τα βέλτιστα αποτελέσματα , με στόχο την πρόληψη της υποξίας του εμβρύου και ταυτόχρονα η θεραπεία αυτή να εφαρμόζονται όλα τα μέτρα ασφαλείας, που παίρνονται με τη χρήση οποιουδήποτε φαρμάκου. Βάσει αυτής της αρχής ως φάρμακα πρώτης εκλογής στη ρινίτιδα και το άσθμα είναι τα εισπνεόμενα τοπικά κορτικοστεροειδή. Συνιστώνται επίσης στο άσθμα και οι βήτα 2- αγωνιστές.

 Τα συστηματικά κορτικοστεροειδή μπορεί να χορηγηθούν στο άσθμα , εφόσον απαιτείται, χωρίς δισταγμό  Είναι επίσης ενδιαφέρον να τονιστεί ότι τα αντιισταμινικά δεύτερης γενιάς από το στόμα σήμερα επιτρέπεται να χορηγούνται στις εγκύους και στις μητέρες που βρίσκονται στη γαλουχία, διότι τα αντιισταμινικά τις πρώτης γενιάς συνοδεύονται από περισσότερες παρενέργειες (Leimgruber, 2007),

Το μπούκωμα της μύτης αλλεργικής αιτιολογίας μερικές φορές βελτιώνεται, πιθανόν λόγω της αύξησης των επιπέδων των στεροειδών της κύησης. Άλλοτε πάλι μια αλλεργική ρινίτιδα χειροτερεύει με την εγκυμοσύνη και χρειάζεται να παίρνονται θεραπευτικές αποφάσεις, βάσει των παραπάνω δεδομένων.

 ΜΗ ΑΛΛΕΡΓΙΚΗ ΡΙΝΙΤΙΔΑ

Ή μη αλλεργική ρινίτιδα που συνοδεύεται από ηωσινοφιλία του ρινικού βλεννογόνου ανταποκρίνεται στην ενδορρινική εφαρμογή τοπικών κορτικοστεροειδών, διαφορετικά αντιμετωπίζεται μόνο με ρινοπλύσεις με υπέρτονο διάλυμα φυσιολογικού ορού με σταθεροποιημένο pH, όπως το Osmoclean Hypertonic nasal spray.

ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΡΙΝΙΤΙΔΑ 

 Η λοιμώδης ρινίτιδα χρειάζεται επίμονες ρινοπλύσεις  με υπέρτονο διάλυμα φυσιολογικού ορού με σταθεροποιημένο pH, όπως το Osmoclean Hypertonic nasal spray, και εφαρμογές 2-3 ψεκασμών αποστειρωμένου σησαμελαίου  (Rhinosisam nasal spray) κάθε 6-8 ώρες για την αποκατάσταση της κινητικότητας του βλεννοκροσσωτού επιθηλίου του βλεννογόνου της μύτης. Η λοιμώδης ρινίτιδα μπορεί να συνυπάρχει και με βακτηριδιακή ρινοκολπίτιδα.

 Η βακτηριδιακή ρινοκολπίτιδα είναι μια άλλη αιτία ρινικής συμφόρησης των εγκύων και παρατηρείται στο1,5% των κυήσεων. Στις εγκύους με ήπιες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού  το ποσοστό των πρόωρων τοκετών φτάνει το 5.5%, (Bánhidy, 2008).

Εδώ χορηγούνται λακταμικά αντιβιοτικά και υπέρτονο διάλυμα φυσιολογικού ορού σταθεροποιημένου pH (Osmoclean Hypertonic nasal spray). Οι κλινική αποτελεσματικότητα και η απουσία παρενεργειών  των ρινοπλύσεων έχει αποδειχτεί, όπως τούτο φαίνεται σε πολλές πρόσφατες, τόσο σε παιδιά, όσο και σε εγκύους  .Στις περισσότερες ομοφωνίες των ειδικών στην αντιμετώπιση παθολογικών καταστάσεων της μύτης συνιστώνται ως μονοθεραπεία ή ως συμπληρωματική θεραπεία με άλλα φάρμακα.

 Συνιστάται η χορήγηση του Osmoclean Hypertonic nasal spray, διότι καθώς είναι ελαφρώς υπέρτονο (3,5 %), επηρεάζει θετικά τον καθαρισμό του βλεννοκροσσωτού επιθηλίου, χωρίς να το βλάπτει και  χωρίς να προκαλεί τσούξιμο ή ξηρότητα του ρινικού βλεννογόνου ή δυσαρέσκεια κατά την εφαρμογή, ενώ βοηθάει τις ασθενείς να αποφεύγουν την παρατεταμένη χρήση  τοπικών αποσυμφορητικών,  (Michel, 2006).

 Η  χρονία επίμονη δυσίατη ρινοκολπίτιδα (ιγμορίτιδα, μετωπιαία κολπίτιδα, ηθμοειδίτιδα), που συνοδεύεται από παραγωγή πυκνών εκκρίσεων και δυσλειτουργία του βλεννοκροσσωτού  επιθηλίου  σε συνδυασμό με τη φαρμακευτική θεραπεία που καθορίζει ο θεράπων ιατρός.

Οι ρινοπλύσεις στη ρινοκολπίτιδα των εγκύων με σπρέϊ υπερτόνου διαλύματος φυσιολογικού ορού με ουδέτερο pH (Osmoclean hypertonic nasal spray) μπορεί, σε πολλές περιπτώσεις, να αποτρέψει τη χρήση αντιβιοτικών και αποσυμφορητικών , αν εφαρμοστούν  έγκαιρα και σωστά, πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας και για διάρκεια μεγαλύτερη των δύο εβδομάδων. Μετά από κάθε χρήση του σπρέϊ πρέπει να σαπουνίζεται το στόμιό του, ώστε να μην επιμολύνεται το διάλυμα.

Τα μηχανικά προβλήματα της μύτης χειροτερεύουν στην εγκυμοσύνη π.χ. μια ρινική δυσχέρεια εξ’ αιτίας μιας σκολίωσης ενός ρινικού διαφράγματος επιδεινώνεται από το ελαφρό οίδημα του ρινικού βλεννογόνου. Δυνατόν να υπάρχουν και ρινικοί πολύποδες. Άλλοτε πάλι οι έγκυες πάσχουν από φαρμακευτική ρινίτιδα. Αυτή συνοδεύεται από μπούκωμα της μύτης που οφείλεται στη χρήση τοπικών αποσυμφορητικών, συνεπεία εξάρτησης από αυτά. Το τοπικό αποσυμφορητικό ανακουφίζει μεν αμέσως το μπούκωμα της εγκύου μόλις γίνουν οι ρινικοί ψεκασμοί, αλλά η ανακούφιση διαρκεί για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

 Σε λίγη ώρα ξαναμπουκώνει η μύτη  και πρέπει η έγκυος  να ξαναχρησιμοποιήσει το τοπικό αποσυμφορητικό. Η χρήση του τοπικού αποσυμφορητικού, πάνω από τρεις ημέρες, ευνοεί την εγκατάσταση της .  φαρμακευτικής ρινίτιδας. Η έγκυος με φαρμακευτική ρινίτιδα εξ αιτίας της χρήσης τοπικού αποσυμφορητικού εμφανίζει ένα είδος εξάρτησης από την ανάγκη χρήσης του φαρμάκου.

Η μύτη ενός ατόμου με φαρμακευτική ρινίτιδα δεν ξεμπουκώνει , αν δεν χρησιμοποιήσει το τοπικό αποσυμφορητικό. Σε περίπτωση εγκύου με ρινίτιδα των εγκύων και φαρμακευρτική ρινίτιδα το πρόβλημα του μπουκώματος της μύτης και της δυσφορίας που προκαλεί κάνει την έγκυο να ζητήσει ιατρική βοήθεια. Η φαρμακευτική ρινίτιδα διαγιγνώσκεται εύκολα από το ιστορικό και απαιτεί ειδική αντιμετώπιση από τον ΩΡΛ.

 

ΞΗΡΑ ΡΙΝΙΤΙΣ ή ΞΗΡΗ ΡΙΝΙΤΙΔΑ 

 Υπάρχουν γυναίκες στην ηλικία της τεκνοποιίας, οι οποίες πάσχουν από ξηρή ρινίτιδα, που μπορεί να οφείλεται σε ποικίλα αίτια, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ξηρότητα του ρινικού βλεννογόνου, που προκαλείται, όταν η γυναίκα  εκτίθεται στο ξηρό ψύχος της χειμερινής περιόδου, κατά τα αεροπορικά ταξίδια μακράς διαρκείας, μετά από παρατεταμένη διαμονή σε χώρο που κλιματίζεται (Bjork-Eriksson Τ, et al, 2000).

 Μερικές γυναίκες έχουν υποστεί επεμβάσεις στη μύτη τους για αισθητικούς ή λειτουργικούς λόγους, αλλά μετεγχειρητικά  παραπονούνται για ξηρότητα του ρινικού βλεννογόνου ή την παραγωγή ξηρών κρουστών, που δύσκολα απομακρύνονται.  Ξηρότητα του ρινικού βλεννογόνου  μπορεί να συνοδεύει το σύνδρομο Sjögren (ξηροστομία, ξηροφθαλμία, ξηρότητα ρινικού βλεννογόνου, ξηρότητα ρινοφάρυγγα και λάρυγγα, κλπ..),(Picone O et al, 2006). Μερικές γυναίκες παραπονούνται για χρόνια ξηρή ρινίτιδα  ιδιπαθούς ή άγνωστης αιτιολογίας. Επίσης για ξηρότητα της μύτης παραπονούνται όσες γυναίκες έχουν δεχτεί ακτινοθεραπεία στην περιοχή της κεφαλης και του τραχήλου.

 Η παρατεταμένη λήψη οξυγόνου με ρινικό καθετήρα σε γυναίκες με άσθμα, καθώς και η χρήση συσκευής CPAP από γυναίκες με παθολογικό ροχαλητό και υπνικές άπνοιες μπορεί να συνοδεύονται με ενοχλητική ξηρότητα του ρινικού βλεννογόνου. Η ξηρή ρινίτιδα στο παρελθόν αντιμετωπιζόταν με βαζελινόυχες ή παραφινούχες αλοιφές. Σήμερα έχει αποδειχτεί ότι η τοποθέτηση βαζελινούχων ή παραφινούχων αλοιφών στο ρινικό βλεννογόνο μπορεί να δημιουργήσει παραφινώματα, τα οποία δυνητικά είναι κακοήθη και μπορεί να εντοπιστούν στα ανατομικά μόρια γύρω από τις ρινικές κοιλότητες ή στους πνεύμονες, αν ο πάσχων εισπνεύσει σταγονόδια παραφινούχου ή βαζελινούχου υλικού.

 

Rhinosisam nasal spray, (σησαμέλαιο μαστιχέλαιο, βιταμίνη Ε), Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης

 Επίσης δεν χρησιμοποιούνται βαζελινούχες αλοιφές με βορικό οξύ, όπως γινόταν στο παρελθόν , διότι αποδείχτηκε σε πειραματόζωα ότι το βορικό οξύ δρα αρνητικά στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας (Chapin RE, Ku WW , 1994, Καμπέρος Α., 2008) και στην ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου, διότι εμφανίζει οιστρογονική δράση (Wang Y, et al, 2008, Κιουρτζής Γ. 2008).

 Γιαυτούς τους λόγους η αασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της ξηρής ρινίτδας στις εγκύους, αλλά και σε οποιοδήποτε άτομο πάσης ηλικίας είναι οι εφαρμογή ρινικών ψεκασμών καθαρού φαρμακευτικού σησαμελαίου, μαστιχελαίου και βιταμίνης Ε (Rhinosisam  nasal spray) σε δόση τριών ψεκασμών ανά τρίωρο για ένα μήνα (Bjork-Eriksson Τ, et al.., 2000),

Το σησαμέλαιο είναι φυτικό έλαιο με ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, που μαλακώνει και ενδυναμώνει το βλεννοκροσσωτό επιθήλιο του ρινικού βλεννογόνου. Άν κατά τύχη εισπνευστούν σταγονίδια σησαμελαίου από τους πνεύμονες, αυτά απορροφώνται και αποβάλλονται (Johnsen J, et al., 2001). Το μαστιχέλαιο είναι αντιφλογιστικό με αντιμικροβιακές και αντιοξειδωτικές  ιδιότητες. Η βιταμίνη Ε είναι ισχυρό αντιοξειδωτικό, που μαζί με το σησαμέλαιο και το μαστιχέλαιο αναζωογονούν  το ρινικό βλεννογόνο και εξασφαλίζουν τη φυσιολογική λειτουργία των βλρννοκροσσών του βλεννοκροσσωτού επιθηλίου του βλεννογόνου της μύτης.

 Αντιμετώπιση της ρινίτιδας των εγκύων 

 Τα τοπικά αποσυμφορητικά είναι μεν αποτελεσματικά και ασφαλή φάρμακα, αν και αντενδείκνυται η χορήγησή τους σε ασθενείς με αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση (γλαύκωμα), (Khan, 2002, Zenzen , et al 2004). Αν και ο  Arikan et al (2006) έδειξαν ότι η θεραπεία με ρινικό σπρέϊ οξυμεταζολίνης  επί πέντε ημέρες σε ασθενείς με γλαύκωμα και υγιείς ασθενείς ελάττωσε την ενδοφθάλμια πίεση, ούτε είχε σημαντικές παρενέργειες στην οπισθοβολβική δυναμική, εν τούτοις τα ενδορρινικά αποσυμφορητικά θα πρέπει να χορηγούνται προσεκτικά και όχι περισσότερο από τρεις ημέρες, τόσον στο γενικό πληθυσμό με ρινίτιδα, όσο και στις εγκύους.

 Τα τοπικά αποσυμφορητικά της μύτης έχουν κατηγορηθεί ότι μπορεί να προκαλέσουν αγγειακό έγκεφαλικό επεισόδιο. Είχαν αναφερθεί  μέχρι το 2004 εικοσιδύο περιπτώσεις πρόκλησης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου μετά από χρήση τοπικών αποσυμφορητικών της ρινός που συσχετίστηκαν με οξεία υπέρταση και/ή αγγειόσπασμο ή μηχανισμούς αγγειίτιδας.

Οι περισσότερες περιπτώσεις σχετίστηκαν με τη χρήση φαινυλπροπανολαμίνης . Παρά τούτο έχουν προκληθεί αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και με τη χρήση και άλλων συμπαθομιμητικών φαρμάκων και ιδιαίτερα μετά από χρήση ψευδοεφεδρίνης. Αν και οι επιπλοκή του αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου προκλήθηκε όταν χρησιμοποιήθηκαν  δοσολογίες μεγαλύτερες από τις συνιστώμενες  στο φύλλο οδηγιών των αποσυμφορητικών είναι εμφανές ότι τα τοπικά ενδορρινικά  αποσυμφορητικά περιέχουν τον κίνδυνο  να προκαλέσουν αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και με τις συνηθισμένη δοσολογία τους, (Zavala  JA et al, 2004).

 Τα τοπικώς δρώντα στο ρινικό βλεννογόνο τοπικά αποσυμφορητικά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται πάνω από τρεις ημέρες, διότι προκαλούν φαρμακευτική ρινίτιδα. Η τελευταία συνοδεύεται από έντονο μπούκωμα της μύτης που δεν υποχωρεί, παρά μόνο με τη χρήση τοπικού αποσυμφορητικού. Έτσι ο ασθενής αποκτάει μια μόνιμη εξάρτηση από το τοπικό αποσυμφορητικό που μπορεί να κρατήσει χρόνια, αν δεν ζητηθεί βοήθεια από ωτορινολαρυγγολόγο.

 Η φαρμακευτική ρινίτιδα αντιμετωπίζεται σε μή εγκύους με φωτοπηξία ή υπερηχοπηξία πρώτα της δεξιάς κάτω ρινικής κόγχης. Επειδή μετά την επέμβαση η μύτη παραμένει μπουκωμένη, η αριστερή ρινική κόγχη αντιμετωπίζεται μια εβδομάδα αργότερα. Εν τω μεταξύ ο ή η ασθενής μπορούν να ξεμπουκώνουν την αριστερή ρινική κοιλότητα, χρησιμοποιώντας το τοπικό αποσυμφορητικό.

 Αφού γίνει και η φωτοπηξία ή υπερηχοπηξία και της αριστερής κάτω ρινικής κόγχης, ο ασθενής αναπνέει ελεύθερα πλέον από την δεξιά ρινική θαλάμη, αφού έχει θεραπευτεί η φαρμακευτική ρινίτιδα, όπως το ίδιο συμβαίνει μετά από λίγες ημέρες και στην αριστερή.

 Τα τοπικά κορτικοστεροειδή δεν φέρουν αποτέλεσμα στη ρινίτιδα των εγκύων, εκτός αν συνυπάρχει αλλεργία ή λοίμωξη, (Ellegård, 2004). Τα αποσυμφορητικά από του στόματος όπως η ψευδοεφεδρίνη, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εν τούτοις μπορεί να βλάψει το έμβρυο. Γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγονται, διότι η υγεία του εμβρύου είναι σημαντικότερη από το μπούκωμα της μύτης της μητέρας του.

 Οι ρινοπλύσεις με ισότονο διάλυμα φυσιολογικού ορού χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με τη χρονία ρινοκολπίτιδα.  Λιγότερα βιβλιογραφικά συμπεράσματα υπάρχουν , που να υποστηρίζουν τη χρήση των ρινικών πλύσεων με ισότονο διάλυμα φυσιολογικού ορού σε ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα και οξείες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος.

 Υπάρχουν  συμπεράσματα κατευθυντήριων οδηγιών που συνιστούν τις ρινοπλύσεις σε διάφορες καταστάσεις  περιλαμβανομένης της ρινίτιδας της κυήσεως και της οξείας ρινοκολπίτιδας. Οι ρινοπλύσεις με ισότονο διάλυμα φυσιολογικού ορού φαίνονται ασαφαλείς και δεν έχουν αναφερθεί σοβαρές επιπλοκές.. Οι ασήμαντες μικροεπιπλοκές μπορεί να προκληθούν από την κακή τεχνική της ρινοπλύσης (Rabago D, Zgierska A.2009).

Οι ρινικοί ψεκασμοί με το υπέρτονο διάλυμα φυσιολογικού ορού με σταθεροποιημένο pH  (Osmoclean Hypertonic nasal spray) είναι αποτελεσματικότερο από το ισότονο διάλυμα φυσιολογικού ορού, καθώς ξεμπουκώνει και ανακουφίζει τη ρινική αναπνοή των περισσοτέρων εγκύων, απομακρύνοντας τις εκκρίσεις και τους ρύπους, διότι δρα οσμωτικά. Το Osmoclean Hypertonic nasal spray δεν προκαλεί παρενέργειες στη μητέρα και στο έμβρυο. Σημαντικό επίσης είναι η έγκυος να κοιμάται με υπερυψωμένο το προσκέφαλο του κρεβατιού, και να τυγχάνει ψυχολογικής υποστήριξης από τους οικείους, τον Ωτορινολαρυγγολόγο και το μαιευτήρα της.

 

BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Arikan OK, Akarsu C, Unal B, Ergin A, Koc C. Effect of oxymetazoline nasal spray on intraocular pressure and retrobulbar hemodynamics. J Otolaryngol. 2006 Feb;35(1):30-5 .

BSACI guidelines for the management of allergic and non-allergic rhinitis. Clin Exp Allergy. 2008 Jan;38(1):19-42.

Bánhidy F, Acs N, Puhó EH, Czeizel AE.Maternal acute respiratory infectious diseases during pregnancy and birth outcomes. Eur J Epidemiol. 2008;23(1):29-35. Epub 2007 Nov 20.

Björk-Eriksson T, Gunnarsson M, Holmström M, Nordqvist A, Petruson BFewer problems with dry nasal mucous membranes following local use of sesame oil. Rhinology. 2000 DeC;38(4):200-3.

Chapin RE, Ku WW. The reproductive toxicity of boric acid. Environ Health Perspect. 1994 Nov;102 Suppl 7:87-91.

Ellegård EK. The etiology and management of pregnancy rhinitis. Am J Respir Med. 2003;2(6):469-75.

Ellegård EK. Clinical and pathogenetic characteristics of pregnancy rhinitis. Clin Rev Allergy Immunol. 2004 Jun;26(3):149-59.

Ellegård EK, Karlsson NG, Ellegård LH. Rhinitis in the menstrual cycle, pregnancy, and some endocrine disorders. Clin Allergy Immunol. 2007;19:305-21.

Garavello W, Somigliana E, Acaia B, Gaini L, Pignataro L, Gaini RM. Nasal lavage in pregnant women with seasonal allergic rhinitis: a randomized study. Int Arch Allergy Immunol. 2010;151(2):137-41..

Gilbert C, Mazzotta P, Loebstein R, Koren G. Fetal safety of drugs used in the treatment of allergic rhinitis: a critical review. Drug Saf. 2005;28(8):707-19.

Güçlü E, Coskun A, Tokmak A, Duran S, Oztürk O, Akkan N, Egeli E. Does pregnancy-associated plasma protein A have a role in allergic rhinitis? Am J Rhinol. 2008 May-Jun;22(3):219-22.

Hoffmann TK, Wagenmann M, Kojda G, Bender HG, Friebe-Hoffmann U. Symptoms and therapy for pregnancy rhinitis.Z Geburtshilfe Neonatol. 2004 Aug;208(4):126-32.

Johnsen J, Bratt BM, Michel-Barron O, Glennow C, Petruson B. Pure sesame oil vs isotonic sodium chloride solution as treatment for dry nasal mucosa. Arch Otolaryngol Head Neck Surg. 2001 Nov;127(11):1353-6.

Καμπέρος Α. Η τοξικότητα του βορικού οξέος. Σύγχρονη ΩΡΛ Ενημέρωση, Τεύχος Β, Απρίλιος- Ιούνιος, 2008

Keleş N. Treatment of allergic rhinitis during pregnancy. Am J Rhinol. 2004 Jan-Feb;18(1):23-8.

Khan MA, Watt LL, Hugkulstone CE. Bilateral acute angle-closure glaucoma after use of Fenox nasal drops. Eye. 2002 Sep;16(5):662-3 .

Κιουρτζής Γ. Πειραματική μελέτη της οιστρογονικής δράσης του βορικού οξέος .Σύγχρονη ΩΡΛ Ενημέρωση, Τεύχος Β, Απρίλιος- Ιούνιος, 2008

Leimgruber A. Treatment of asthma and rhinitis during pregnancy and breast feeding. Rev Med Suisse. 2007 Apr 25;3(108):1044-6, 1048-9.

Mabry RL. Rhinitis of pregnancy. South Med J. 1986 Aug;79(8):965-71.

Md DS. Sublingual immunotherapy: A novel, albeit not so new, immunotherapy treatment modality. Am J Rhinol. 2008 Jan 21.

Michel O. Nasal irrigation in case of rhinosinusitisLaryngorhinootologie. 2006 Jun;85(6):448-58; quiz 459-60

Picone O, Alby C, Frydman R, Mariette X. Sjögren syndrome in Obstetric and Gynecology: literature review. J Gynecol Obstet Biol Reprod (Paris). 2006 Apr;35(2):169-75.

Piette V, Daures JP, Demoly P. Treating allergic rhinitis in pregnancy. Curr Allergy Asthma Rep. 2006 May;6(3):232-8.

Scadding GK, Durham SR, Mirakian R, Jones NS, Leech SC, Farooque S, Ryan D, Walker SM, Clark AT, Dixon TA, Jolles SR, Siddique N, Cullinan P, Howarth PH, Nasser SM., Simons FE. Learning impairment and allergic rhinitis. Allergy Asthma Proc. 1996 Jul-Aug;17(4):185-9.

Rabago D, Zgierska A. Saline nasal irrigation for upper respiratory conditions. Am Fam Physician. 2009 Nov 15;80(10):1117-9.

Yawn B, Knudtson M. Treating asthma and comorbid allergic rhinitis in pregnancy. J Am Board Fam Med. 2007 May-Jun;20(3):289-98.

Zavala JA, Pereira ER, Zetola VH, Teive HA, Novak EM, Werneck LC. Hemorrhagic stroke after naphazoline exposition: case report. Arq Neuropsiquiatr. 2004 Sep;62(3B):889-91. Epub 2004 Oct 5.

Wang Y, Zhao Y, Chen X. Experimental study on the estrogen-like effect of boric Acid. Biol Trace Elem Res. 2008 Feb;121(2):160-70.

Zenzen CT, Eliott D, Balok EM, Watnick RL, German P. Acute angle-closure glaucoma associated with intranasal phenylephrine to treat epistaxis. Arch Ophthalmol. 2004 Apr;122(4):655-6 .

Copyright: Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ωτορινολαρυγγολόγος, Κόρινθος

Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΔΕΞΑΜΕΝΗΣ  ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ  ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΤΟΠΟΥ www.gelis.gr. και www.pharmagel.gr, www.orlpedia.gr, www.allergopedia.gr και www.gkelanto.gr

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΘΕΙ ΑΠΟ ΓΙΑΤΡΟΥΣ,  ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣ.

ΑΝ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ΑΠΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ  ΜΗ ΓΙΑΤΡΟΥΣ, ΠΟΥ ΠΙΘΑΝΟΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΡΙΝΙΤΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ  ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΑΠΕΥΘΥΝΘΟΥΝ ΣΤΟΝ ΩΤΟΡΙΝΟΛΑΡΥΓΓΟΛΟΓΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟ ΤΟΥΣ.



ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ (ΜΗ ΙΑΤΡΟΣ) ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΕΠΕΙΔΗ ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΤΟΝ ΚΑΘΙΣΤΑ ΙΚΑΝΟ ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΛΗΨΕΩΣ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ, ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ Ή ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ.

Τελευταία Ενημέρωση (Τετάρτη, 21 Οκτώβριος 2020 11:07)

 
Το παρόν άρθρο προστατεύεται από το Νόμο 2121/1993 και 4481/2017 για την πνευματική ιδιοκτησία. Η ολική ή μερική αντιγραφή του παρόντος επιστημονικού άρθρου χωρίς τη γραπτή έγκριση του Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη θεωρείται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και διώκεται βάσει της νομοθεσίας.